παρηγορίας

παρηγορίας
παρηγορίᾱς , παρηγορία
exhortation
fem acc pl
παρηγορίᾱς , παρηγορία
exhortation
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… …   Dictionary of Greek

  • απαρηγορησία — ἀπαρηγορησία, η (Μ) έλλειψη παρηγοριάς, απελπισία …   Dictionary of Greek

  • διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… …   Dictionary of Greek

  • καλοψυχίζω — και καλοψυχώ και άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος] νεοελλ. 1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή 2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ αυτόν χρωστάω τη… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθητός — ή, όν, Α [παραμυθούμαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να παρηγορήσει, ο δεκτικός παρηγοριάς …   Dictionary of Greek

  • σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… …   Dictionary of Greek

  • Ζερσόν, Ζαν ντε- — (Jean de Gerson, Ζερσόν, Καμπανία 1363 – Λιόν 1429). Γάλλος θεολόγος και στοχαστής. Υπήρξε αρχιγραμματέας του πανεπιστημίου του Παρισιού (από το 1395), ιεροκήρυκας στην αυλή του Καρόλου ΣΤ’ και προστατευόμενος του δούκα Φίλιππου της Βουργουνδίας …   Dictionary of Greek

  • περίδειπνο — Στην αρχαιότητα, ονομαζόταν έτσι το δείπνο που δινόταν προς τιμή του νεκρού, στους συγγενείς και φίλους του, εννέα μέρες μετά την ταφή του, στο σπίτι του ή στο σπίτι στενού συγγενή του. Στη διάρκεια του π., που λεγόταν και νεκρόδειπνο ή μακαρία,… …   Dictionary of Greek

  • Ρόουλαντσον, Τόμας — (Rowlandson, Λονδίνο 1756 – 1827). Άγγλος σχεδιαστής και γελοιογράφος. Σπούδασε στην αγγλική Βασιλική Ακαδημία και στο Παρίσι (1772 74). Mέχρι το 1789 εξέθετε προσωπογραφίες και τοπία· ύστερα επιδόθηκε αποκλειστικά στη γελοιογραφία. Οξύς κριτικός …   Dictionary of Greek

  • Χάιντεγκερ, Μάρτιν — (Heidegger, Μέσκιρχ, Μπάντεν 1889 – 1976). Εκπρόσωπος του γερμανικού υπαρξισμού. Μαθητής του Χούσερλ, δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ και, από το 1927, του Φράιμπουργκ. Έργα του είναι: Είναι και χρόνος (1927), Η ουσία του θεμελίου (1929),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”